Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ - Ο Στρατέγκος ο Ζιγκούρου ο Τρογκ


ΟΙ ΦΙΛΟΙ ΜΟΥ (ένας ένας και με σειρά τυχαία...)
Ο Στρατέγκος ο Ζιγκούρου ο Τρογκ


ΤΟΝ ΒΛΕΠΩ ΣΧΕΔΟΝ ΚΑΘΕ ΒΡΑΔΥ!

Είναι εκεί, ανάμεσα στον κόσμο. Και κάθε φορά που τον βλέπω κάνει κάτι, χωρίς να κάνει τίποτα κι αυτό το τίποτα που δεν κάνει εμένα με κάνει να νιώθω όμορφα, σα να είμαι χαρούμενος... Τι να πω...
Κοιτάζει γύρω του με μια μωρουδίστικη κι αθώα πονηράδα. Ρίχνει μια ματιά έξω στο δρόμο, να δει αν το σκοτάδι είναι αρκετά πυκνό για να αρχίσουν να κολυμπάνε άνετα τα όνειρα πάνω από την άσφαλτο και μέχρι τα μπαλκόνια των ρετιρέ, ώσπου να λαχανιάσουν και να πέσουνε μέσα στους κάδους με τα σκουπίδια στους δρόμους. Τους δρόμους που για κείνον είναι πάντα πεδία μάχης ανάμεσα σε δράκους με δαγκωμένα αυτιά κι αρχάγγελους με δυνατά μπρατσάκια και καθαρά νύχια, σαν αυτούς που ζωγραφίζει.


Μετά στρίβει ένα τσιγάρο, πίνει μια γουλίτσα, μετράει μαζί μας τα ψυχάκια του, για να μη χάσει το λογαριασμό και μας μαρτυράει χίλια όνειρα κι άλλους τόσους εφιάλτες. Γυρνάει πάλι το κεφάλι για λίγο κι εγώ ξέρω ότι η ματιά του κάνει ένα σάλτο και κρεμιέται από τα πολύφωτα, από ‘κει πηδάει στα καδράκια και ξεσκονίζει τρυφερά τις ζωγραφιστές κορνίζες, κάνει μια βουτιά προς τα έξω και τσακώνεται με την τζαμαρία που δεν την αφήνει να βγει στην φθινοπωρινή υγρασία και να ποτίσει τις άσπρες ζαρντινιέρες στο πεζοδρόμιο.


Γυρνάει πάλι σε μας, ρουφάει τζούρα, γελάει, καταπίνει ευγενικά τη σταγόνα που ξέμεινε στο σφηνάκι. Παίρνει τα μπουκάλια αδειανά από τα παραμύθια που ήπιαμε μονορούφι και τα πάει στην ανακύκλωση, για να ξαναγεμίσουνε ίσαμε αύριο με τις ελπίδες μας, τα μυστικά μας, τα ψιθυριστά λόγια της καύλας μας στο αυτί κάποιου άλλου, τα εικοσιτετράωρα όνειρα μας για μεθαύριο που έχουμε ρεπό και πιστεύουμε πως ο κόσμος όλος θα έρθει και θα μας φιλήσει τα πόδια, αφού πρώτα τα πλύνει με τα τοξικά δάκρυα του και τα σκουπίσει με τα φτηνά εξτένσιον από το ψωριασμένο του κεφάλι και άλλα τέτοια εντυπωσιακά!


Κρεμάει λοξά το τσαντάκι του σαν τα φισεκλίκια ενός μικρού ήρωα, μας μοιράζει από ένα φιλί, σαν βραδινή Θεία Μετάληψη και βγαίνει έξω, στον υπόλοιπο Πλανήτη που αχνίζει από τα ροχαλητά των δίποδων ζωντανών. Καβαλάει το μηχανάκι του σαν άλλος σταυροφόρος ιππότης το φτερωτό του άτι. Σηκώνει το κεφάλι να δει αν η Νύχτα έχει κάτσει βολικά στον άπλυτο σβέρκο της παχύδερμης πόλης και της κλείνει τσαχπίνικα το μάτι. Αυτή του χαμογελάει λάγνα με τα νέγρικα χείλια της, σηκώνει το χέρι της το μακρύ το αριστερό και ανάβει όλα τα φανάρια πράσινα, για να βάλει πρώτη και να φύγει φουλάρα, να μην τον σταματήσει τίποτα στον ίσιο δρόμο που θα τον βγάλει στο παιδικό του καστράκι, όπου τον περιμένει η Αλήθεια του, τα εκατό χρόνια της μέρας, σαν άλλη κοιμωμένη ωραία, να την ξυπνήσει μ’ ένα ζουμερό γλωσσόφιλο και να κάνουνε έρωτα χωρίς καπότα μέχρι η Μέρα να λαλήσει τρεις φορές στέλνοντας τα παιδιά της σχολείο. Μετά δεν ξέρω τι κάνει και ούτε που με νοιάζει! Μου φτάνει ότι τον βλέπω σχεδόν κάθε βράδυ. Είναι φίλος μου. Και τον αγαπάω.

(8 Οκτωβρίου 2009 7:14 μ.μ.)

Δεν υπάρχουν σχόλια: